- ἀνηλεῶς
- ἀνηλεήςwithout pityadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
немилостивьно — (18) нар. Безжалостно, жестоко: варваромъ ѹбо тъгда. ѳракию немилостивьно плѣн˫ающемъ. (ἀδεῶς!) ЖФСт XII, 93 об.; ˫ако ѹ˫азв˫аема велми. и закалаема немл҃стивьно. Непобѣдима ˫авистас˫а. стрс)пца велика˫а романе и дв҃де. Мин XII (июль), 115 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
безмилостьно — (1*) нар. к безмилостьныи: видиши ли како расоудноу имать мл(с)ть. ни безъ соуда милоу˫а. ни же безъмл(с)тьно соудѩ. (ἀνηλεῶς) ПНЧ 1296, 166 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
немилостивьнѣ — (3*) нар. Безжалостно, жестоко: и си˫а гл҃ѧ молѧшесѧ б҃у. пожжениемь нѣкiимь обоихъ житье немл(с)твнѣ скончати. (ἀνηλεῶς) ПНЧ XIV, 120в; Много бо пострадаша чл҃вци ѿ него [Федорца]... безъмл(с)твъ сыи мучитель. другымъ чл(в)комъ головы порѣзыва˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] … Dictionary of Greek
κοκκιάζω — (Μ κοκκιάζω) τοποθετώ το βέλος στο τόξο («και τη σαΐτα κόκκιασε... την ώρα εκείνη», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. δημιουργώ εντομές ή εσοχές ή, γενικά, διακριτικά σημεία σε ένα πράγμα για να τό αναγνωρίζω 2. περνώ σε νήμα διάτρητους κόκκους για να… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
μερεμετίζω — [μερεμέτι] 1. (ιδίως σχετικά με οικοδόμημα) κάνω μερεμέτια, επισκευάζω, επιδιορθώνω («πρέπει να μερεμετίσουμε το σπίτι») 2. μτφ. δέρνω ανηλεώς ή επιπλήττω με δριμείς λόγους … Dictionary of Greek
μπλαβίζω — [μπλάβος] 1. παίρνω την απόχρωση τού μπλάβου, τού βαθυκύανου 2. (φρ). «τόν μπλαβίζω στο ξύλο» δέρνω κάποιον ανηλεώς σε βαθμό ώστε να μελανιάσει … Dictionary of Greek
μπλαστρώνω — [μπλάστρι] 1. επιθέτω έμπλαστρο 2. φρ. «τόν μπλάστρωσα στο ξύλο» τόν έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει … Dictionary of Greek